- ἀΐστωρ
- ἀ-ΐστωρ, unwissend, unkundig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀίστωρ — ἀΐστωρ , ἀίστωρ unknowing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αΐστωρ — ἀΐστωρ ( ορος), ο (Α) αυτός που αγνοεί κάτι, άπειρος, απληροφόρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἴστωρ*] … Dictionary of Greek
ίστωρ — ἴστωρ και ἵστωρ ό, ἡ (Α) 1. αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το δίκαιο, κριτής, δικαστής 2. μάρτυρας 3. ως επίθ. έμπειρος 4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἵστορες οι διαιτητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fίδ τωρ (με τροπή τού δ σε σ προ τού οδοντικού τ) <… … Dictionary of Greek
ανίστωρ — ἀνίστωρ, ο, η (Μ) ο αΐστωρ* … Dictionary of Greek
ἀίστορες — ἀΐστορες , ἀίστωρ unknowing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)